κατιφές

κατιφές
ο
(λ. αραβ. ή τουρκ.), βελούδο από μετάξι: Το ύφασμα αυτό είναι κατιφές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατιφές — Κοινή ονομασία ετήσιων ανθόφυτων. Οι κ. κατατάσσονται σε δύο ομάδες ποικιλιών: στους όρθιους και υψηλούς, που προήλθαν από το είδος ταγέτης ο ορθοφυής, και στους κατακείμενους (νάνοι), που προήλθαν από τον ταγέτη τοναναπεπταμένο. Και τα δύο… …   Dictionary of Greek

  • κατιφεδένιος — α, ο κατασκευασμένος από κατιφέ, βελούδινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατιφές (πληθ. κατιφέδ ες) + κατάλ. ένιος (πρβλ. αλατζαδ ένιος, μενεξεδ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • catifea — CATIFEÁ, catifele, s.f. Ţesătură de mătase, de lână, de bumbac etc. care prezintă pe faţă fire dese cu lungimea mai mică de un milimetru, perpendiculare pe suprafaţa ţesăturii. – Din tc. kadife, ngr. katifés. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”